5/4/24

ΜΕΓΑ ΣΑΒΒΑΤΟ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ


 ΜΕΓΑ ΣΑΒΒΑΤΟ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ - ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗΝ ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ 7 

«Στ' Όσιου Λουκά το μοναστήρι, απ' όσες

γυναίκες του Στειριού συμμαζευτήκαν

τον Eπιτάφιο να στολίσουν, κι όσες

μοιρολογήτρες ώσμε του Mεγάλου

Σαββάτου το ξημέρωμα αγρυπνήσαν,

ποια να στοχάστη - έτσι γλυκά θρηνούσαν! –

πως, κάτου απ' τους ανθούς, τ' ολόαχνο σμάλτο

του πεθαμένου του Άδωνη ήταν σάρκα

που πόνεσε βαθιά;

Γιατί κι ο πόνος

στα ρόδα μέσα, κι ο Eπιτάφιος Θρήνος,

κ' οι αναπνοές της άνοιξης που μπαίναν

απ' του ναού τη θύρα, αναφτερώναν

το νου τους στης Aνάστασης το θάμα,

και του Xριστού οι πληγές σαν ανεμώνες

τους φάνταζαν στα χέρια και στα πόδια,

τι πολλά τον σκεπάζανε λουλούδια

που έτσι τρανά, έτσι βαθιά ευωδούσαν!»

(Άγγελος Σικελιανός, «Στ' Όσιου Λουκά το Mοναστήρι»)

Σαν ανεμώνες οι πληγές του Χριστού, ευωδιάζουν όχι με άρωμα πρόσκαιρο μιας άνοιξης που έρχεται και παρέρχεται, αλλά με το άρωμα της αγάπης που κρατά για πάντα. Πλαστήκαμε για την αγάπη κι η αγάπη μας λείπει. Κι έπρεπε Εκείνος να γίνει ένας από μας, να πληγωθεί μέχρι θανάτου, να ταφεί μέσα στα αρώματα της σμύρνας και της αλόης, με την κρυφή ελπίδα να γίνει το θαύμα της Ανάστασης. Να ταφείς κι εσύ κι εγώ στα αρώματα μιας άνοιξης της καρδιάς, εκείνης της αγάπης, που λιγοστή ή περίσσεια, κάνει τον θάνατο να σβήνει, αυτόν τον θάνατο του μίσους, της κακίας, της εκδίκησης, της άρνησης να δεις εσύ εμένα κι εγώ εσένα ως αδέρφι, πλασμένο από τον Θεό για να σ’ αγαπώ και να μ’ αγαπάς.

Πόσα χρόνια χάνουμε στο εγώ μας...


π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

4 Μαΐου 2024

Μέγα Σάββατο

5/2/24

Ο ΙΔΡΩΤΑΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ


 «Και από εκείνη τη νύχτα που ίδρωσε, ο Κύριος άλλαξε τον ιδρώτα που βγάζει αγκάθια και τριβόλια και τον έκανε ιδρώτα της προσευχής και συνάμα της καλλιέργειας της δικαιοσύνης» (Άγιος Ισαάκ ο Σύρος)

Ο άνθρωπος καλείται στη ζωή του να εργαστεί, να παλέψει, να δημιουργήσει. Ο κόπος όμως συναντά αντιστάσεις. Το θέλημα των άλλων ανθρώπων, ο εαυτός μας που δεν τα θέλει όπως και τα θέλει και όταν διαπιστώνει ότι τα πράγματα δεν έρχονται κατά τις προσδοκίες, μία σχετική ραθυμία που συχνά έχουμε, ένα αίσθημα ματαιότητας, το ότι δεν λαμβάνουμε ως ανταμοιβή αυτό που δικαιούμαστε ή επιθυμούμε είναι στοιχεία που μάς δυσκολεύουν. Λησμονούμε όμως και έναν παράγοντα που ενυπάρχει στη ζωή μας: αυτόν της αμαρτίας, της αποτυχίας μας δηλαδή να εμπιστευτούμε τον Θεό και την πρόνοιά Του και η επιθυμία μας εμείς να έχουμε τον τελευταίο λόγο.

Η αμαρτία είναι το σημάδι του θανάτου. Ο θάνατος είναι πρώτα πνευματικός. Δεν έχει να κάνει μόνο με τον χρόνο και την φυσική φθορά των όντων και των πραγμάτων. Έχει να κάνει με την αυτοθέωσή μας, η οποία μάς φέρνει σε ρήξη με τον πλησίον. Δεν μας αφήνει να αγαπήσουμε, βγαίνοντας από το “εγώ” μας. Κι ο πνευματικός θάνατος συνοδεύεται από την αδικία, είτε αυτή που υφιστάμεθα είτε αυτή που πράττουμε. Ο πνευματικός θάνατος συναντά τον σωματικό. Μόνο που εκείνος είναι αναπόφευκτος, καθότι ό,τι έχει αρχή, έχει και τέλος, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στο υλικό μέρος. Όταν όμως ο πνευματικός θάνατος έχει γίνει επιλογή μας, τότε ο σωματικός συνοδεύεται από την απόγνωση, από μια αίσθηση μηδενισμού της ύπαρξης, από τον συμβιβασμό με το τίποτα της απιστίας και αθεΐας. Ξέρουμε όμως από την εμπειρία της πίστης ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα.

Λίγο πριν το εκούσιο Πάθος Του ο Χριστός προσευχήθηκε στον κήπο της Γεσθημανή. Καθώς ήταν άνθρωπος κατά πάντα, τέλειος, Τον διέτρεξε η αγωνία ενώπιον του σωματικού θανάτου. Κι εκείνη την ώρα ένιωσε μέσα Του έντονη την λύπη για όσα επρόκειτο να γίνουν. Την μοναξιά Του. Την αδυναμία των μαθητών Του να συμπροσευχηθούν μαζί Του. Την σιωπή του Θεού Πατέρα. Την κακία του κόσμου, τον οποίο ευεργέτησε. Την δύναμη της αμαρτίας, που Τον Ίδιο δεν Τον άγγιζε, αλλά έκανε και κάνει και θα συνεχίσει να κάνει τους ανθρώπους να μη βλέπουν τη σχέση με τον Θεό ως το μείζον της ύπαρξής τους. 

Ο Χριστός ζήτησε από τον Πατέρα Του, αν ήταν δυνατόν, να  μην πιει το ποτήριο του θανάτου. Όμως δεν νίκησε η ανθρώπινη επιθυμία μέσα Του, αλλά υπέταξε το θέλημά Του στο θέλημα του Πατρός, στην εκπλήρωση του μυστηρίου της θείας Οικονομίας. Ο ιδρώτας Του έγινε σαν θρόμβοι αίματος. Εκείνη τη στιγμή όμως της μεγάλης απόφασης, ο Χριστός έδειξε σε όλους μας ότι το μείζον στη ζωή είναι ο κόπος μας να εντάσσεται στην προσευχή ο Θεός να έχει τον τελευταίο λόγο και το δικό Του θέλημα να μας οδηγεί. Και τότε έρχεται εκείνη η δικαιοσύνη της αγάπης που μας αναπαύει και μας σώζει, διότι ξέρουμε ότι δεν είμαστε μόνοι μας. Όπως τον Χριστό Τον ενίσχυσε άγγελος εξ ουρανού, έτσι κι εμείς ενισχυόμαστε από τα αγγέλματα της πίστης, όπως μας τα προσφέρει η Εκκλησία.

Η Μεγάλη Εβδομάδα είναι καιρός αναστοχασμού και αλλαγής, μέσα από την πίστη στον Χριστό.

 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»

στο φύλλο της Μεγάλης Πέμπτης 2 Μαΐου 2024

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ


ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ - ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗΝ ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ 6

«Mα μπροστά μου, ορθωμένη από τη βία

του χαλκά και της άμοιρης στοργής της,

δεν έβλεπα άλλο απ' την τρανήν αρκούδα

με τις γαλάζιες χάντρες στο κεφάλι,

μαρτυρικό τεράστιο σύμβολο όλου

του κόσμου, τωρινού και περασμένου,

μαρτυρικό τεράστιο σύμβολο όλου

του πόνου του πανάρχαιου, οπ' ακόμα

δεν του πληρώθη απ' τους θνητούς αιώνες

ο φόρος της ψυχής.

Tι ετούτη ακόμα

ήταν κ' είναι στον Άδη.

Kαι σκυμμένο

το κεφάλι μου κράτησα ολοένα,

καθώς στο ντέφι μέσα έριχνα, σκλάβος

κ' εγώ του κόσμου, μια δραχμή.

Mα ως, τέλος,

ο Aτσίγγανος ξεμάκρυνε, τραβώντας

ξανά τις δυο αργοβάδιστες αρκούδες,

και χάθηκε στο μούχρωμα, η καρδιά μου

με σήκωσε να ξαναπάρω πάλι

το δρόμον οπού τέλειωνε στα ρείπια

του Iερού της Ψυχής, στην Eλευσίνα.

K' η καρδιά μου, ως εβάδιζα, βογκούσε:

"Θά 'ρτει τάχα ποτέ, θε νά 'ρτει η ώρα

που η ψυχή τής αρκούδας και του Γύφτου,

κ' η ψυχή μου, που Mυημένη τηνε κράζω,

θα γιορτάσουν μαζί;"

Kι ως προχωρούσα,

και βράδιαζε, ξανάνιωσα απ' την ίδια

πληγή, που η μοίρα μ' άνοιξε, το σκότος

να μπαίνει ορμητικά μες στην καρδιά μου,

καθώς από ραγισματιάν αιφνίδια μπαίνει

το κύμα σε καράβι που ολοένα

βουλιάζει. Kι όμως τέτοια ως να διψούσε

πλημμύραν η καρδιά μου, σα βυθίστη

ως να πνίγηκε ακέρια στα σκοτάδια,

σα βυθίστηκε ακέρια στα σκοτάδια,

ένα μούρμουρο απλώθη απάνωθέ μου,

ένα μούρμουρο,

κ' έμοιαζ' έλεε:

"Θά 'ρτει."»

(Άγγελος Σικελιανός, «Ιερά Οδός») 

            Ήρθε η ώρα που πληρώθηκε ο φόρος της ψυχής, ο πόνος των αιώνων, ο θάνατος, ο έσχατος εχθρός, ο σκλαβωτής της ύπαρξης, αυτός που σου λέει «πρόλαβε να ζήσεις όπως μπορείς, γιατί θα πεθάνεις και θα σε καταπιώ», «σκλάβωσε, για να μη σε σκλαβώσουν», «πάρε για να μη σου πάρουν», «νίκησε με κάθε τρόπο για να μη σε νικήσουν», «μη σε νοιάζει αν τους πονέσεις, γιατί είναι προτιμότερο να μη σε πονέσουν». Πλήρωσε για όλους μας Εκείνος που έδωσε την ψυχή Του λύτρον αντί πολλών, όχι στον Θεό, αλλά στον άνθρωπο, σε εσένα, σε εμένα, στον κόσμο όλο, για να δείξει ότι αφού ανέβηκε στον Σταυρό, έπαθε, σκλαβώθηκε εκούσια στον θάνατο, ήρθε η ώρα που αναστήθηκε για να ελευθερώσει την εικόνα του Θεού, εσένα, εμένα, τον καθένα.

            Η ελευθερία είναι δικιά μας πάλι. Τη στερήσαμε από Εκείνον, μα μας την επέστρεψε. Ότι ο θάνατος δεν μπορεί να νικήσει την Αγάπη. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

3 Μαΐου 2024

Μεγάλη Παρασκευή


5/1/24

ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ

 


ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ - ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗΝ ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ 5 

Mέσα μου φέγγουνε άσβηστα και τα γλαυκά σου μάτια.

Άθερος κάμπος και πλατύς ποιος σαν εμένα ευρέθη;

Mηδέ τα στάχυα μόσπειρεν ανθρώπινο ένα χέρι·

με τη σιγή τα θέρισες και με την καλοσύνη.

Kι αν κάποτε τα μάτια σου με βλέπουνε, σα μάτια

που απάνω αλησμονήθηκαν σε σιωπηλό ποτάμι,

κι ως ακλουθάν τα ρέματα, το κλάμα αργά ανεβαίνει

- τα μάτια φεύγουν από με κι ακολουθάν το ρέμα-

σκυμμένα δεν αναρωτούν για με τη γη, που πέφτει

η σκιά μου ως ανοιξιάτικου συννέφου απάνωθέ σου,

και το χαμόγελο ως βουβή πλατιά αστραπή του Mάη·

ως την καρδιά σου απ' το θαμπό τον ίσκιο του θανάτου

σου αλάφρωσα, και το αίμα σου στη φλέβα ρέει σα λάδι,

γαληνομέτωπη, κοιτάν τα μάτια σου ωσά μάτια

π' αλησμονήθηκαν ψηλά στο ημερινό φεγγάρι!

(Άγγελος Σικελιανός, «Τύμβος») 

            Θα ‘θελα να ‘μουν στο ανώγαιον το μέγα, το εστρωμένον, να βλέπω τα μάτια του Χριστού, την ώρα που κοιτάνε τον Πέτρο, τον Ιωάννη, τον Ιούδα. Τον Πέτρο με το παράπονο ότι δεν θα έχει το θάρρος να πει ότι «σε γνωρίζω, Κύριε». Τον Ιωάννη με το παράπονο ότι ζήτησε να είναι ο κριτής της γης και τη λίγη ώρα της αγρύπνιας και της προσευχής στη Γεθσημανή η αγάπη λύγισε μπροστά στον κόπο. Τον Ιούδα, με το παράπονο ότι ένα όραμα πολιτικό και μια χούφτα αργύρια γέννησαν τον μεγάλο καημό: «Γιατί με μίσησες;».

            Θα ‘θελα να ‘μουν στο ανώγαιον το μέγα, το εστρωμένον για να μην ξεχάσω τη δική μου λήθη, τη δική μου ακηδία, τη δική μου παραμόρφωση του Προσώπου Του. Μα πιο πολύ για να νιώσω μέσα μου βαθιά τη σιγή και την καλοσύνη Του. Και άμπωτες να μπορούσα, σκιά κι εγώ, να Τον αλαφρώσω λίγο ότι η θανή Του άξιζε για μένα, ότι το Σώμα και το Αίμα του μ’ ανάστησαν, ότι το βλέμμα Του θα φύγει απ’ το παράπονο και θα μου χαμογελάσει.

Εκείνος μ’ αγαπά. Εγώ; 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

2 Μαΐου 2024

Μεγάλη Πέμπτη

 

 



4/30/24

ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ

 


ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ - ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗΝ ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ 4 

«Κι όπως ανάσαινα, απ' τα μύρα
δε μπόρεια να διαλέξω ποιο!
Mα όλα τα μάζεψα, τα πήρα,
και τά 'πια, ωσάν από τη μοίρα
λύπη απροσδόκητη ή χαρά.
Tα 'πια· κι ως σ' άγγιξα τη ζώνη,
το αίμα μου γίνηκεν αηδόνι,
κι ως τα πολύτρεχα νερά!»

(Άγγελος Σικελιανός, «Το πρωτοβρόχι») 

Η ευωδία του ουρανού που άγγιξε τη γη και έγιναν ένα στο Πρόσωπο του Θεού. Και τι ζητά από εμάς; «Μύρα προ του ενταφιασμού». Αυτά που βγαίνουν από την καρδιά που αναζητεί την αλήθεια στο Πρόσωπο. Που βλέπει το δικό της κενό, την ματαιότητα των πράξεων, της ζωής χωρίς συναίσθημα, της ψυχής που παρέδωσε το σώμα στα δηνάρια.

Κι όλα θέλουν μια στιγμή. Αυτή που η καρδιά θα νιώσει, θα νοιαστεί, θα καλέσει, θα βρει τη χαμένη χάρη. Και τότε δεν θα μετρήσει ούτε ντροπή, ούτε έγνοια για το αύριο, ούτε φόβος. Κι όλα αλλάζουν με το Πρόσωπό του. Το δικό του μύρο είναι η αγάπη. Είναι το ματωμένο μέτωπο και τα τρυπημένα χέρια που αγκαλιάζουν, με όση δύναμη τους απομένει. Ότι πολύ μας αγάπησε. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

1η Μαΐου 2024

Μεγάλη Τετάρτη

4/29/24

ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ

 


ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ - ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗΝ ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ 3 

«"Eίδωλα είμαστε και ίσκιοι."
Tο λόγο που αχνίζει την πράξη,               

για νύχτες, για μέρες,
ψηλά στα βουνά,
όπου απάτητοι δρόμοι,
στον βαθιόν ελαιώνα
που οι άγραφοι νόμοι
πάντα αστράφταν μπροστά μου,
τον έφερα. H τρίσβαθη γνώμη
τώρα αντρίζει βαθιά τα ήπατά μου».

(Άγγελος Σικελιανός, «Βαθύς λόγος») 

Πόση υπερηφάνεια κρύβει ο κόσμος αυτός, που νομίζει ότι έχει λάδι που δεν θα σωθεί στο καντήλι του, που η λαμπάδα του μπορεί να είναι πάντα αναμμένη. Πόση υπερηφάνεια κρύβει αυτός που ομνύει στην πίστη, αλλά δεν έχει μάθει να περιμένει τον Νυμφίο, που ξέχασε ότι κάναμε τον εαυτό μας είδωλο και η σκιά μας ξεπέρασε τα μέτρα μας.

Μοιάζει το «ουκ οίδα υμάς» μια απειλή ξεπερασμένη, ενώ είναι παράπονο. Ότι η αγάπη θέλει ετοιμότητα. Ότι ο χρόνος είναι δώρο για να συγκεντρώσουμε καρπούς απ’ το χωράφι της καρδιάς, για να χαρούμε το φως που μας έδωσε ο κάλλει Ωραίος, όχι μόνοι μας, αλλά στον νυμφώνα της Εκκλησίας.

Και είναι η ευθύνη δική σου και δική μου. Το σκοτάδι θα μας καταπιεί, δίχως ένα δράμι λάδι, μαζεμένο απ’ τη φούχτα της αγάπης που ξέρει να δίνει, αφήνοντας σβηστή μόνο την υπερηφάνεια.   

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

30 Απριλίου 2024

Μεγάλη Τρίτη


4/28/24

ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ

 


ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ - ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗΝ ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ 2 

«Γιατί βαθιά μου δόξασα και πίστεψα τη γη

και στη φυγή δεν άπλωσα τα μυστικά φτερά μου,

μα ολάκερον ερίζωσα το νου μου στη σιγή,

νά που και πάλι αναπηδά στη δίψα μου η πηγή,

πηγή ζωής, χορευτική πηγή, πηγή χαρά μου...»

( Άγγελος Σικελιανός, «Γιατί βαθιά μου δόξασα») 

            Πίστεψε σε μας ο Νυμφίος. Δεν βλέπει τον άνθρωπο όπως εμείς. Με λυγμό, με απόρριψη, με το «γιατί δεν τηρούμε τους νόμους;». Και δεν φεύγει από κοντά μας. Απλώνει τα χέρια σαν φτερά που μας αγκαλιάζουν για να πετάξουμε στη χαρά. Ακόμη και στο ματωμένο από το αγκάθινο στεφάνι βλέμμα, το σιωπηλό, δεν κρύβεται η εκδίκηση, αλλά το χτύπημα της θύρας της καρδιάς μας. Αυτής που ανοίγει από μέσα.

        Πιστεύει σε μας ο Νυμφίος. Μας συναντά σε πρόσωπα χαρούμενα και λυπημένα, αδιάφορα και σκεπτικά, του δικού τους κόσμου, κάποτε και του δικού Του. Και περιμένει να Του ανοίξουμε. Όχι για να του σκουπίσουμε το αίμα και τον ιδρώτα, αλλά για να Τον αγαπήσουμε. Και θα περιμένει, μέχρι το ύστατο της σκέψης, του συναισθήματος, του χτύπου της καρδιάς.  

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

29 Απριλίου 2024

Μεγάλη Δευτέρα